ΟΣΙΑ  ΑΒΑΝΙΔΟΥ  

ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΕΑΠ 

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΕΩΣ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1870. ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΚΕΙΝΗ ΚΑΙ ΕΩΣ ΤΟ 1909.  

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο κείμενο που θα ακολουθήσει θα παραθέσουμε δύο διαδοχικές ενότητες. Στην πρώτη ενότητα θα αναφερθούμε στα βασικά χαρακτηριστικά της οικονομίας του ελληνικού κράτους έως την δεκαετία του 1870. Στην δεύτερη ενότητα θα αναφερθούμε στην αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 και στις οικονομικές συνέπειές της, καθώς και στην διεθνή οικονομική ύφεση και πόσο επηρέασε τον ελληνικό χώρο. Στο τέλος θα αναφερθούμε συμπερασματικά στην οικονομική εξέλιξη του ελληνικού κράτους από το έτος 1870 μέχρι και το 1909.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΩΣ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1870

Ύστερα από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού, η οικονομία της Ελλάδας ήταν κατεστραμμένη[1]. Δυστυχώς η Ελλάδα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές περιστάσεις  που προέκυψαν μέσα από τον ανταγωνισμό της Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας στην δεκαετία 1820-1830 και αυτό λόγω των ιστορικών εξελίξεων και των πολεμικών αναταραχών που την οδήγησε όμως στην ανεξαρτοποίησή της[2].

Ο Καποδίστριας κατά την περίοδο της κυβέρνησής του, προσπάθησε να οργανώσει το κράτος σε σύγχρονες βάσεις. Με την συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829 κατοχυρώθηκε η παραχώρηση της Στερεάς και της Εύβοιας στην Ελλάδα. Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 αναγνωριζόταν η πλήρη ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους[3].

Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις θέλησαν να επιβάλλουν την απόλυτη μοναρχία στέλνοντας τον ανήλικο Όθωνα πρίγκιπα της Βαυαρίας στην Ελλάδα, ιδρύοντας το Βασίλειο της Ελλάδας[4].

Το νέο ελληνικό εθνικό κράτος έπρεπε να διαμορφώσει την δική του οικονομική αυτονομία μέσα στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα[5].

Σκοπός της οθωνικής βασιλείας ήταν να το επιτύχει μέσα όμως από περίπλοκες διαδικασίες έτσι ώστε να διαμορφώσει την οικονομία στα πλαίσια του ελληνικού κράτους και στο τέλος να την εντάξει στην διεθνή οικονομία.

Ένα κρατικό αναπτυξιακό πρόγραμμα που θέλησε να εφαρμόσει ο Όθωνας ήταν να δημιουργήσει την κατάλληλη υποδομή στην χώρα όπως να φτιάξει δρόμους, λιμάνια ώστε να αναπτυχθεί ο εμπορικός στόλος και οι εμπορικές συναλλαγές καθώς και να προχωρήσει στην ανοικοδόμηση της χώρας. Οι προσπάθειες όμως απέτυχαν και αυτό οφειλόταν κυρίως στο κρατικό εισόδημα το οποίο ήταν χαμηλό. Ένας ακόμη σημαντικός λόγος ήταν ότι οι πόλεις που συμπεριλήφθησαν στο νεοϊδρυόμενο κράτος ήταν οι ασθενέστερες που υπήρχαν στην οθωμανική αυτοκρατορία, εκτός από την Πάτρα και την Σύρο[6].

Ένα σοβαρό πρόβλημα στο οποίο έπρεπε να δοθεί οπωσδήποτε λύση ήταν οι εθνικές γαίες. Με την απομάκρυνση των Οθωμανών εθνικοποιήθηκαν. Η λύση ήταν να παραχωρηθούν σε ακτήμονες κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε  ακόμη και μετά το τέλος την οθωνικής περιόδου[7].

Πρωτεύοντα ρόλο στην ελληνική οικονομία έπαιζε ο πρωτογενής τομέας.

Οι περισσότεροι κάτοικοι  ήταν αγρότες και μετά την επανάσταση οι γαίες  σε ποσοστό περίπου  35-65% ήταν εθνικές, το 25% ανήκε στην Εκκλησία, ενώ το 5% το είχαν οι τσιφλικάδες. Οι υπόλοιπες γαίες ήταν κατακερματισμένες και βρισκόταν στα χέρια των αγροτών- μικροϊδιοκτητών, αυτοί συνέχισαν να φορολογούνται με τον φόρο της δεκάτης[8].

Οι καλλιεργητές γης δυστυχώς καλλιεργούσαν τη γη με πρωτόγονες τεχνικές και μέχρι το 1842 δεν είχε αλλάξει τίποτα στον τρόπο καλλιέργειας. Εγγειοβελτιωτικά έργα αποχετεύσεων καθώς και αρδευτικά δεν πραγματοποιήθηκαν καθ’ όλη την περίοδο με αποτέλεσμα να μην συντελείται οικονομική άνοδος[9]. 

Στους μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές, μορτίτες και μισθωτές στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου τους απέμενε ελάχιστο πλεόνασμα με το οποίο δεν μπορούσαν να επενδύσουν και να βελτιώσουν την παραγωγή[10].

Δυναμικές αγροτικές καλλιέργειες ήταν η σταφιδοκαλλιέργεια, η αμπελοκαλλιέργεια και οι εμπορικές καλλιέργειες λαχανικών. Το 1840 η γη γύρω από την Αττική ανατιμήθηκε πάρα πολύ λόγω της αύξησης του πληθυσμού στην Αθήνα[11]. Τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση για την βελτίωση της αγροτικής παραγωγής  ήταν η απελευθέρωση από δασμούς εισαγωγής βοδιών. Για την συλλογή των φόρων τροποποίησε κάπως το σύστημα με την άμεση συλλογή των φόρων κυρίως τον προϊόντων που προορίζονταν για εξαγωγή όπως της σταφίδας, με σκοπό την αύξηση των εσόδων του κράτους[12].

Η ναυτιλία και το εμπόριο από τη δεκαετία του 1830 σημείωσαν τεράστια ανάπτυξη. Το εξωτερικό και  εσωτερικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 194% τα έτη 1833-1840. Τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα ήταν αγροτικά με άμεση συνέπεια την αύξηση της γεωργικής παραγωγής η οποία δεν επέτρεψε το ήδη ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο να διογκωθεί. Τα εισαγόμενα προϊόντα ήταν τα δημητριακά, το βούτυρο, υφάσματα, δέρματα, αρώματα κ.ά.

Αξιοσημείωτη ήταν και η ανάπτυξη του εμπορικού ναυτικού. Ναυτική πρωτεύουσα ήταν η Ερμούπολη. Την πρώτη θέση στις εμπορικές συναλλαγές με ξένα λιμάνια την κατείχε η Κωνσταντινούπολη στην οποία κατοικούσαν 11-12.000 Έλληνες έμποροι πολίτες του βασιλείου.  Παρόλο που το εμπόριο και η ναυτιλία ήταν οι ζωτικότεροι τομείς της ελληνικής οικονομίας το κράτος δεν τα υποστήριξε όσο θα έπρεπε και περιορίστηκε περισσότερο στην νομοθετική και διοικητική συμβολή του εισάγοντας εμπορικούς νόμους. Όσο για το εσωτερικό εμπόριο επειδή είχε άμεση σχέση με το οδικό δίκτυο της χώρας η αύξηση του ήταν πολύ μικρή εφόσον η κατασκευή δρόμων ήταν περιορισμένη[13]. 

Η ναυπηγία είχε ιδιαίτερη ανάπτυξη και σε αυτό σπουδαίο ρόλο έπαιξαν οι έμποροι που επένδυσαν κεφάλαια και διέθεσαν τις απαραίτητες πρώτες ύλες γνωρίζοντας το σημαντικό κέρδος που θα τους απέφερε το ίδιο το πλοίο[14].

Σημαντικά κεφάλαια ελληνικά και ξένα επενδύθηκαν για την ανοικοδόμηση πόλεων. Οι περιοχές  είχαν καταστραφεί κατά την διάρκεια του επαναστατικού πολέμου και υπήρχε ανάγκη ανοικοδόμησης σε σύντομο διάστημα λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης του πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις και κυρίως στην Αθήνα. Η κυβέρνηση από το 1837 επέβαλε 7% φόρο στο ενοίκιο κατοικιών και εξασφάλιζε έτσι ένα σημαντικό έσοδο.

Η βιομηχανία δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί και το βασίλειο παρά τις ευνοϊκές προθέσεις του δεν ανέπτυξε κανενός είδους βιομηχανία. Μικρή άνοδο παρουσίασε την δεκαετία του 1870. Η αδυναμία ανάπτυξης οφειλόταν  στο ότι αδυνατούσε να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική, καθώς και ότι δεν υπήρχε εσωτερική ζήτηση λόγω των χαμηλών εισοδημάτων του πληθυσμού[15]

Μέσα από διαπραγματεύσεις με ξένους τραπεζικούς οίκους το 1841 ιδρύεται η Εθνική τράπεζα της Ελλάδος στην Αθήνα. Η προσπάθεια ίδρυσής της ματαιώθηκε πολλές φορές γιατί συναντούσε αντιδράσεις από τους τοκογλύφους και γενικά τους κοινωνικά ισχυρούς οι οποίοι ήταν οι ενοικιαστές των φόρων. Η Εθνική τράπεζα έδινε χαμηλότοκα δάνεια στους μικροέμπορους, η δανειοδότησή της επεκτάθηκε ακόμη και στο κράτος. Από το 1843 η Εθνική τράπεζα άλλαξε τακτική και άρχισε να δανείζει όποιον είχε οικονομική φερεγγυότητα[16].

Με το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου (κριμαϊκός πόλεμος)

το 1853, εγκαταστάθηκε Αγγλογαλλικός στρατός στον Πειραιά, τον οποίο έστειλαν οι δυτικές δυνάμεις για την τήρηση της τάξης, λόγω της φιλορωσικής στάσης του Όθωνα και των τοπικών εξεγέρσεων στην Ήπειρο, την Θεσσαλία και την Μακεδονία.

Ο λαός αγανάκτησε με την συμπεριφορά του στρατού κατοχής και μετά την επιδημία χολέρας την οποία μετέφεραν τα γαλλικά στρατεύματα η κατάσταση χειροτέρεψε[17].

Οι δυνάμεις κατοχής αποχώρησαν από τον Πειραιά στις 16 Φεβρουαρίου του 1857 αφού η Ελλάδα αναγκάστηκε να δεχθεί την εγκατάσταση επιτροπής Διεθνούς Οικονομικού ελέγχου με σκοπό την έρευνα της δυνατότητας που είχε το ελληνικό δημόσιο να εξοφλεί τα τοκοχρεολύσια του δανείου που είχε συνάψει το 1832[18].

Μία θετική συνέπεια του Κριμαϊκού πολέμου ήταν η ανάδειξη των αδιεξόδων της αλυτρωτικής πολιτικής και οι προτεραιότητες στράφηκαν προς την οικονομική ανάπτυξη της χώρας κατά την περίοδο 1855-1861. Σημαντική ήταν η οικονομική ανάπτυξη των ελλήνων που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και των Ελλήνων  των παροικιών στα Βαλκάνια, όπου δύο χιλιάδες πλοία έπλεαν με ελληνική σημαία[19].

Η εμφάνιση και παρουσία τον ετεροχθόνων Ελλήνων στον Ελλαδικό χώρο συντέλεσε στην άνοδο την ελληνικής οικονομίας, διότι πολλοί επιτυχημένοι στον επιχειρησιακό τομέα οδήγησαν την χώρα στον εκσυγχρονισμό[20].

Την περίοδο από το 1856-1875 σημειώνονται πρόοδοι στην οικονομία του Ελληνικού βασιλείου και συγκεκριμένα από το 1856 η Ελλάδα  εισάγει ατμόπλοια, αρχίζουν να κατασκευάζονται και να επισκευάζονται λιμάνια με σκοπό την διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας και την ανάπτυξη του εμπορίου. Η παραγωγή διπλασιάζεται και αυξάνεται το εξαγωγικό εμπόριο κυρίως της Κορινθιακής σταφίδας, και άλλων προϊόντων όπως ελαιόλαδο κρασιά κ.ά.[21]

ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ 1870 ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟ 1909

Το έτος 1871 συντελείται η πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση από τον Κουμουνδούρο ο οποίος πέτυχε την διαμονή 2.650.000 στρεμμάτων. Έτσι δημιουργήθηκαν μικροί κλήροι, έναντι λογικού αντιτίμου αποκαταστάθηκαν οι έλληνες χωρικοί ως ιδιοκτήτες γης και όπως ήταν φυσικό άρχισαν την καλλιέργεια πιο κερδοφόρων αγροτικών προϊόντων τα οποία προορίζονταν για εξαγωγή. Οι εξαγωγές συντέλεσαν στην θετική πορεία της οικονομίας επακόλουθο των τελωνειακών δασμών[22].

Οι δανειοδοτήσεις δεν επεκτάθηκαν στους καλλιεργητές γης και συνέχισε η γεωργία να πάσχει από σοβαρές ελλείψεις. Το μη υπάρχον ακόμη οδικό δίκτυο δεν βοηθούσε στην μετακίνηση και εμπορία αγροτικών προϊόντων[23].

Η εμπορική ναυτιλία η οποία είχε άμεση σχέση με το εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο παρουσίαζε άνοδο, με την αγορά εμπορικών ατμόπλοιων από Έλληνες επενδυτές. Έτσι μπαίνει δυναμικά στον χώρο και συναγωνίζεται τις μεγάλες ναυτικές χώρες[24].

Λόγω της έλλειψης κρατικής προστασίας την ίδια περίοδο η βιομηχανία συνεχίζει να παραμένει στάσιμη. Το κράτος δεν έλαβε κανένα μέτρο δασμολογικής προστασίας, ούτε υπήρχαν κίνητρα, ώστε η τυχόν υπάρχουσες βιομηχανικές μονάδες να μπορούν να ανταγωνιστούν τις ξένες.

Τον Μάιο του 1881 στην Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης ορίζονται τα νέα ελληνοτουρκικά σύνορα και οι περιοχές της Θεσσαλίας και της Άρτας ανήκουν πλέον στον ελληνικό χώρο, μια περιοχή περίπου δεκαπέντε χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Μαζί με τα Επτάνησα (Ιόνιος πολιτεία) τα οποία προσαρτήθηκαν στο ελληνικό βασίλειο το 1864 ο ελληνικός χώρος γίνεται πλέον υπολογίσιμος στα Βαλκάνια[25].

Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και Άρτας στον ελληνικό χώρο δημιουργείται το πρόβλημα της μεγάλης γαιοκτησίας. Την περίοδο της κυβέρνησης του Τρικούπη οι γαιοκτήμονες ευνοήθηκαν  και αυτό γιατί τσιφλικάδες ήταν πλέον οι Έλληνες χρηματιστές της διασποράς τους οποίους προστάτευε ο Τρικούπης με την δικαιολογία ότι δεν μπορεί να επιβάλει την διανομή της γης στους ανθρώπους που φέρνουν τα υψηλά κεφάλαιά τους στον ελληνικό χώρο. Η δημιουργία της μεγάλης γαιοκτησίας έγινε εμπόδιο προς την εκβιομηχάνιση της χώρας. Καμία επένδυση δεν έγινε για την βελτίωση της παραγωγής τους, και εκτός των άλλων η πολιτική του Τρικούπη ήταν να αυξήσει τους δασμούς στα εισαγόμενα σιτηρά έτσι ώστε να προτιμηθεί ο εγχώριος σίτος και κατά συνέπεια να αυξηθεί το εισόδημα των τσιφλικούχων[26].

Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης του ο Τρικούπης ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε στα δημόσια έργα. Για την κατασκευή οδικού δικτύου οδηγήθηκε στην σύναψη δανείου 20.000.000 από την Εθνική τράπεζα το έτος 1882. Ταυτόχρονα αναπτύσσεται σημαντικά το σιδηροδρομικό δίκτυο το οποίο κάλυψε πολλά χιλιόμετρα. Την ίδια περίοδο αναδιοργανώνει και επισκευάζει τα λιμάνια και γίνεται η διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου[27].

Το μεγαλύτερα ποσά των εσόδων από τον κρατικό προϋπολογισμό δαπανούνται για τον στρατό και για τα δημόσια έργα σε σημείο τέτοιο που προϋπολογισμός άρχιζε να φθίνει. Σε αντιστάθμισμα ο Χαρίλαος Τρικούπης αύξησε την φορολογία κυρίως των κατώτερων στρωμάτων και όχι των ευκατάστατων τάξεων με αποτέλεσμα πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις να οδηγηθούν σε πτώχευση . Παρόλα αυτά όμως δεν κατάφερε να ισορροπήσει τα έξοδα και αναγκάστηκε να προχωρήσει στην σύναψη εξωτερικών δανείων[28].

Μετά την συνθήκη του Βερολίνου το 1878 παρουσιάζεται διεθνής οικονομική ύφεση στις ευρωπαϊκές χώρες. Για την Ελλάδα οι συνέπειες ήταν και θετικές και αρνητικές. Το πρώτο θετικό αποτέλεσμα για την Ελλάδα ήταν η διαμόρφωση εσωτερικής αγοράς λόγω της κρίσεως του εξωτερικού εμπορίου και της δασμολογικής πολιτικής του Τρικούπη. Πολλοί κεφαλαιούχοι βλέπουν την Ελλάδα έναν τόπο που μπορούν να επενδύσουν τα κεφάλαια τους και να αναπτύξουν επιχειρήσεις. Οι έλληνες των παροικιών αποφασίζουν την οριστική εγκατάσταση τους στον ελλαδικό χώρο με αποτέλεσμα το ελληνικό βασίλειο να παρουσιάζει ένα θετικό ισοζύγιο στις μετακινήσεις κεφαλαίων[29].

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1880 η διεθνής ύφεση εμφανίζεται οξύτερη στον Ελληνικό χώρο και κυρίως στο εξαγωγικό εμπόριο ιδιαίτερα στα σιτηρά και στην σταφίδα που ήταν και το πρώτο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας με άμεση συνέπεια την κρίση των συναλλαγματικών διαθεσίμων καθώς και των εισπράξεων των δασμών από τα τελωνεία. Οι επιπτώσεις από την σταφιδική κρίση για το ελληνικό κράτος ήταν σοβαρές σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο (μεταναστευτικά ρεύματα, εργατικά κινήματα κ.λ.π.). Αποτέλεσμα της κρίσης των συναλλαγματικών διαθεσίμων ήταν η υποτίμηση της δραχμής στην περίοδο 1880-1895 η οποία είχε το εξής θετικό αποτέλεσμα: προτιμούνταν τα εγχώρια προϊόντα λόγω της φθηνότερης αγοράς τους από τα ξένα και ταυτόχρονα τα ελληνικά προϊόντα έφταναν στο εξωτερικό πολύ φθηνότερα και γινόταν διεθνώς ανταγωνιστικά[30].

Η πρώτη πραγματική εκβιομηχάνιση εμφανίζεται την περίοδο της κρίσης της σταφίδας, όπου το πλεόνασμα το απορροφούσαν τα οινοποιεία και τα οινοπνευματοποιεία. Ακόμη δημιουργήθηκαν υφαντουργικά εργοστάσια, αλευρόμυλοι κ.ά. Συγκεκριμένα τα υφαντουργικά εργοστάσια απορροφούσαν όλη την εσωτερική παραγωγή βάμβακος. Βέβαια κατά την διάρκεια της κρίσης πολλές επιχειρήσεις δεν κατάφεραν να διατηρηθούν και έκλεισαν, όσες από αυτές κατάφεραν να προσπεράσουν την κρίση στην συνέχεια επεκτάθηκαν. Στον Πειραιά στην Πάτρα και στον Βόλο εμφανίζεται μια πραγματική βιομηχανική ανάπτυξη[31].

Ο πληθυσμός των μεγάλων αστικών κέντρων Αθήνας, Πειραιά λόγω της βιομηχανικής ανάπτυξης αυξάνεται σημαντικά και αυτό οφείλεται στην προσπάθεια των φτωχών νοικοκυριών να εξασφαλίσουν πρόσθετα εισοδήματα με αποτέλεσμα την οικονομική και πληθυσμιακή εξασθένηση της υπαίθρου. Ο αριθμός των εργατών από το 1873 που ήταν 7.342 φτάνει σε 17.152 χιλιάδες το 1893, αριθμός ικανός να εμφανιστεί το εργατικό κίνημα και στον ελλαδικό χώρο[32].

Το έλλειμμα της χώρας την περίοδο 1879-1892 είχε φτάσει τα 471.000.000 δρχ. ποσό που ήταν αδύνατο να καλυφθεί με τακτικά έσοδα και αναγκαστικά η μόνη λύση που υπήρχε ήταν ο εξωτερικός δανεισμός. Τελικά με τα δάνεια ο Τρικούπης δεν θεράπευε το έλλειμμα αλλά το μετέφερε στο μέλλον και μάλιστα πιο διογκωμένο , ένας σοβαρός και ίσως ο κύριος λόγος που κήρυξε το ελληνικό δημόσιο σε πτώχευση τον Δεκέμβριο του 1893[33].

Η πολιτική του Τρικούπη  ήταν η προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό  με την ελπίδα της ανάπτυξης ιδιωτικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε να οδηγηθεί η Ελλάδα στον εξευρωπαϊσμό και στην κοινωνική βελτίωση γενικά των Ελλήνων[34]. 

Η κήρυξη του ελληνικού δημοσίου σε πτώχευση, ο πόλεμος του 1897, έφεραν και πάλι την Ελλάδα στο έλεος των Δυνάμεων οι οποίες εγκατέστησαν στην Αθήνα επιτροπή διεθνούς οικονομικού ελέγχου, η οποία ήταν αρμόδια για τον έλεγχο και την διαχείριση των κρατικών εσόδων με στόχο την αποπληρωμή των δανείων[35].

Οι παραπάνω καταστάσεις οδήγησαν στην υποτίμηση της δραχμής την ώρα που η ευρωπαϊκή οικονομία είχε αρχίσει να ανακάμπτει , γεγονός που βοήθησε το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας περιορίζοντας τις εισαγωγές και αυξάνοντας τις εξαγωγές μειώνοντας έτσι το έλλειμμα του ισοζυγίου μέσω των εισπράξεων από τα τελωνεία. Ταυτόχρονα η ελληνική ναυτιλία καθώς και ο εμπορικός στόλος αναπτύσσονται σημαντικά. Τα εργοστάσια που απασχολούσαν αρκετό εργατικό δυναμικό αυξάνονται, τα περισσότερα βέβαια βρίσκονται στην περιοχή της Αθήνας και Πειραιά[36].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Ελλάδα μετά την επιτυχή έκβαση των επαναστατικών αγώνων της είναι ένα ελεύθερο, μικρό εδαφικά κράτος με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες και με πρώτο κυβερνήτη τον Καποδίστρια, ο οποίος προσπάθησε να οργανώσει το κράτος σε σύγχρονες βάσεις[37].

Παρά τις ευνοϊκές συγκυρίες η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αρπάξει τις ευκαιρίες που τις δίνονται την δεκαετία 1820-1830 και να αναπτυχθεί. Το ίδιο συνέβη και στην δεύτερη φάση τα έτη 1830-1870 κατά την οποία εμφανίστηκε η βαριά βιομηχανία στους κόλπους των ευρωπαϊκών κρατών στην οποία και πάλι δεν μπόρεσε να συμμετάσχει το ελληνικό κράτος[38].

Η ναυτιλία και το εμπόριο από τη δεκαετία του 1830 σημείωσαν τεράστια ανάπτυξη. Το εξωτερικό και  εσωτερικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 194% τα έτη 1833-1840.

Τομή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν η ίδρυση της Εθνικής τράπεζας Ελλάδος το 1841[39].

Σοβαρή οικονομική άνοδο εμφανίζει το κράτος μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο. Την περίοδο από το 1856-1875 η Ελλάδα  εισάγει ατμόπλοια, κατασκευάζει λιμάνια και αυξάνεται το εξαγωγικό εμπόρίο[40].

Ένα σοβαρό πρόβλημα που αφορούσε τις εθνικές γαίες βρήκε λύση με την πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση του Κουμουνδούρου το 1871 όπου αποκαταστάθηκαν οι έλληνες χωρικοί ως ιδιοκτήτες γης και όπως ήταν φυσικό άρχισαν την καλλιέργεια πιο κερδοφόρων αγροτικών καλλιεργειών[41].

Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης του  Τρικούπη επεκτάθηκε το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο γενικά δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στα δημόσια έργα και στον εξοπλισμό του στρατού. Η πολιτική του Τρικούπη ήταν η έμμεση προστασία των κεφαλαιούχων με την μη φορολόγησή τους και η σύναψη πολλών δανείων τα οποία τελικά οδήγησαν την σε πτώχευση τον Δεκέμβριο του 1893[42].

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1880 η διεθνής ύφεση εμφανίζεται οξύτερη στον Ελληνικό χώρο και κυρίως στο εξαγωγικό εμπόριο με άμεση συνέπεια την κρίση των συναλλαγματικών διαθεσίμων, η υποτίμηση της δραχμής ήταν αναπόφευκτη στην περίοδο 1880-1895[43].

Την περίοδο της κρίσης της σταφίδας  έχουμε εκβιομηχάνιση στον ελληνικό χώρο όπου το πλεόνασμα το απορροφούσαν τα οινοποιεία και τα οινοπνευματοποιεία. Ωστόσο η πραγματική εκβιομηχάνιση πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα και όχι πριν από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο κ.ά[44].


[1] Γ.Μαργαρίτης, Νεότερη & σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, από το Μεσολόγγι στο Ναυρίνο (1825-1827), ΕΑΠ,ΠΑΤΡΑ,1999,σελ.134.

[2] Σ.Μαρκέτος, Οικονομική Ιστορία του Ελλην.Κράτους τον 19ο αιώνα, ό.π.σελ.174

[3] Σ.Μαρκέτος, από τον Καποδίστρια στον Βενιζέλο:Πολιτική ιστορία, ό.π. σελ.143-144

[4] Ν.Σβορώνος,Επισκόπηση της Νεοελληνικής ιστορίας, Θεμέλιο,1999 σελ.73

[5] Σ.Μαρκέτος, Οικονομική Ιστορία του Ελλην.Κράτους τον 19ο αιώνα, ό.π.σελ.173

[6] Ι.Πετρόπουλος-Αικ.Κουμαριανού, «Περίοδος Βασιλείας του Όθωνος 1833-1862» Ι. Ε.Ε.,τ.ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000, σελ.17-18

[7] Ι.Πετρόπουλος-Αικ.Κουμαριανού,ό.π. σελ.18

[8] Σ.Μαρκέτος, Οικονομική Ιστορία του Ελλην.Κράτους τον 19ο αιώνα, ΕΑΠ,ΠΑΤΡΑ,1999,σελ.182

[9] Πετρόπουλος-Αικ.Κουμαριανού, «Περίοδος Βασιλείας του Όθωνος 1833-1862» Ι. Ε.Ε.,τ.ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000, σελ.96

[10] Σ.Μαρκέτος, Οικονομική Ιστορία του Ελλην.Κράτους τον 19ο αιώνα, ό.π.σελ.182

[11] Πετρόπουλος-Αικ.Κουμαριανού, «Περίοδος Βασιλείας του Όθωνος 1833-1862» Ι.Ε.΄Ε.ό.π.., σελ.98

[12] Πετρόπουλος-Αικ.Κουμαριανού, «Περίοδος Βασιλείας του Όθωνος 1833-1862» Ι.Ε.΄Ε.ό.π., σελ.99

[13] Πετρόπουλος-Αικ.Κουμαριανού, «Περίοδος Βασιλείας του Όθωνος 1833-1862» Ι.Ε.΄Ε.ό.π.,σελ.100-102

 

[14] Πετρόπουλος-Αικ.Κουμαριανού, «Περίοδος Βασιλείας του Όθωνος 1833-1862» Ι. Ε.Ε.,τ.ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000, σελ.102

[15] Σ.Μαρκέτος, Οικονομική Ιστορία του Ελλην.Κράτους τον 19ο αιώνα, ΕΑΠ,ΠΑΤΡΑ,1999,σελ.184-185

[16] Σ.Μαρκέτος, Οικονομική Ιστορία του Ελλην.Κράτους τον 19ο αιώνα, ό.π. σελ.179-180

[17] Σ.Παπαδόπουλος, «Ο Κριμαϊκός Πόλεμος & ο Ελληνισμός» Ι.Ε.Έ., ό.π.,σελ.165

[18] Ο.Δημητρακόπουλος, «Στροφή της κυβερνητικής πολιτικής προς την εσωτερική ανάπτυξη της χώρας»,Ι.Ε.Έ.τ.Ι.Γ. Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000, σελ.172

[19] Ν.Σβορώνος,Επισκόπηση της Νεοελληνικής ιστορίας, Θεμέλιο,1999 σελ.90

[20] Πετρόπουλος-Αικ.Κουμαριανού, «Περίοδος Βασιλείας του Όθωνος 1833-1862» Ι. Ε.Ε.,τ.ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000, σελ.19

[21] Ν.Σβορώνος,Επισκόπηση της Νεοελληνικής ιστορίας, ό.π. σελ.90-91

[22] Ε.Κωφός, «η Εθνική οικονομία», Ι. Ε.Ε.,τ.ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000, σελ.310

[23] Ε.Κωφός, «η Εθνική οικονομία», Ι. Ε.Ε.,ό.π. σελ.310

[24] Ε.Κωφός, «η Εθνική οικονομία», Ι. Ε.Ε.,ό.π. σελ.311

[25] Σ.Μαρκέτος, από τον Καποδίστρια στον Βενιζέλο:Πολιτική ιστορία,ΕΑΠ,Πάτρα,1999 σελ.157,159

[26] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε.,τ.ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000,σελ.69-71

[27] Κ.Τσουκαλάς, «Πολιτική των κυβερνήσεων & προβλήματα από το 1881 ως το 1895» Ι. Ε.΄Ε.,τ.ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000,σελ.51-52

[28] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε.,τ.ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000,σελ.56

[29] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε, ό.π. σελ.61

[30] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε, ό.π. σελ.64-65

[31] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε.,τ.ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000,σελ.80-82

[32] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε., ό.π. σελ.84

[33] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε., ό.π. σελ.78

[34] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε., ό.π. σελ.87

[35] Σ.Μαρκέτος, από τον Καποδίστρια στον Βενιζέλο:Πολιτική ιστορία,ΕΑΠ,ΠΑΤΡΑ,1999,σελ.160-161

[36] Ν.Οικονόμου «Ελληνική κοινωνία & οικονομία στην πρώτη δεκαετία του 20ου αι», Ι.Ε.΄Ε,ό.π. σελ.196-197

[37] Σ.Μαρκέτος, Οικονομική Ιστορία του Ελλην.Κράτους τον 19ο αιώνα, ΕΑΠ,ΠΑΤΡΑ,1999,σελ.174

[38] Σ.Μαρκέτος, Οικονομική Ιστορία του Ελλην.Κράτους τον 19ο αιώνα, ό.π. σελ.174

[39] Σ.Μαρκέτος, Οικονομική Ιστορία του Ελλην.Κράτους τον 19ο αιώνα, ό.π. σελ.179-180

[40] Ν.Σβορώνος,Επισκόπηση της Νεοελληνικής ιστορίας, Θεμέλιο,1999 σελ.90-91

[41] Ε.Κωφός, «η Εθνική οικονομία», Ι. Ε.Ε.,τ.ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000, σελ.310

[42] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε.,τ.ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000,σελ.78

[43] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε. τ.ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 2000,σελ.64-65

[44] Κ.Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», Ι. Ε.΄Ε.,ό.π. ,σελ.80-82

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Βεργόπουλος Κ. κ.ά.,Ιστορία του Ελλην. Έθνους, τ.ΙΔ Εκδοτ. Αθηνών, Αθήνα 2000

Δημητρακόπουλος Ο. κ.ά. Ιστορία του Ελλην. Έθνους τ.ΙΓ Εκδοτ.Αθηνών, Αθήνα 2000

Μαργαρίτης Γ.κ.ά., Νεότερη και σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, ΕΑΠ, Πάτρα 1999

Σβορώνος Ν., Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο 1999

 

 

 

 

 

Επιστροφή